PUBLICA





ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΜΕΤΑ ΜΟΥΣΙΚΗΣ..........




Ο δοκησίσοφος

του Ανδρέα Λασκαράτου (1811-1901)


            Ο δοκησίσοφος έλαβε από τη φύση του το χάρισμα του να έχη μεγάλην ιδέαν δια τον εαυτόν του, δια τας γνώσεις του. Ο δε τοιούτος και ζη μεγάλος με τη φαντασία του, έως ότου η περίστασες του το επιτρέπουνε, έως ότου απαντήματα με ανυπομόνους δεν τον εχθέτουνε σε δυσάρεστα ξεγελάσματα.

            Καλά γεμάτος από την ιδέα του, και συνηθισμένος ακολούθως να μιλή ως από καθέδρας δια πράγματα που κάπως εννοεί, ξεθαρρεύει αγάλι΄ - γάλι, και απλώνεται να φλυαρή με τον ίδιον διδαχτικόν τρόπον και δια πράγματα εις τα οποία δεν έχει διόλου γνώριση.

            Ότι δε η μεγάλη ιδέα του εαυτού του φυσικώ τω λόγω τόνε φέρνει στη φλυαρία, ευκόλως ημπορεί να εννοηθή· επειδή, αφού έφθασε να πείση τον εαυτόν του ότι είναι κάτοχος μιας σπανίας νοημοσύνης, μιας σωστότητος κρίσεως αλανθάστου, ενός πνεύματος οπού από λίγο εννοεί πολύ... από τότε δεν αμφιβάλλει πλέον ότι τον φθάνει ν΄ απαντήθηκε κάπου και να ομίλησε με τον Αραγγό, δια να μπορή να εξηγή τες περιοδείες των κομήτων· να εχαιρετήθηκε με τον Βίσμαρκ, δια να ημπορεί να αποφθέγγεταιστα πολιτικά· να επισκέφθηκε το Παρίσι, δια να εξευγενίσθηκε· να είδε τη Σμύρνη, δια να γνωρίζη την Ασία· ότι έχει γνώσες ανώτερες από τους άλλους· ότι ακολούθως είναι άνθρωπος με βάρος· και έτσι, εκεί κοντά σοφός και αλάνθαστος να νομίζη ότι μπορεί να μιλή από καθέδρας δια κάθε πράγμα.

            Εις την διεξαγωγήν όμως της δοκησισοφίας του, απαντά κάθε τόσο χάσματα εις τα οποία και αυτή του η οίηση πρέπει να σταματήση. Φιλονεικώντας τότε με άλλους, και αντιπαθώντας να ομολογήση αμάθειαν, ριψοκινδυνεύει να περάση το χάσμα δια πηδήματος, εις το οποίον ενδέχεται και να πέση μέσα.

            — Ναι, κύριε Χ, αλλά σεις βέβαια θα γνωρίζετε με πόσην επιτυχίαν ο Dnieper καταπολεμεί αυτά τα οποία πρεσβεύετε.
           
            — Α, τον Dnieper εγώ τον εδιάβασα απ΄ αρχής έως τέλους· αλλά τα επιχειρήματά του είναι σαθρά.

            — Έχετε υπομονήν, κ. Χ, αλλά ο Dnieper δεν είναι συγγραφεύς. Είναι ποταμός εις την Ρωσίαν.

            Και ιδού ο δοκησίσοφος εις την ξυλόγατα!...-


Ανδρέα Λασκαράτου : Ιδού ο Άνθρωπος, Εκδόσεις Πάπυρος, σειρά Βίπερ, αριθμός σειράς 87, σελίδες 37-38.



Ο λογιώτατος

του Ανδρέα Λασκαράτου (1811-1901)


            Ο λογιωτατισμός είναι χαραχτήρας κ΄ εκείνος. Δεν είναι βέβαια φυσικός χαραχτήραςּ είναι τεχνητός, και μόνον στερεωμένος εις το πνεύμα του λογιώτατου δια πολυχρονίου προσπαθείας και κόπου. Συνίσταται δε ο περίεργος τούτος χαραχτήρας εις το εκούσιο προσπαθησμένο σκότισμα και στρέβλωμα της εκφράσεως των ιδεών του.

            Ο λογιώτατος από τρυφερό ακόμη παιδάκι, βαλμένο υπό τη διεύθυνση λογιώτατου παιδαγωγού, εχρειάσθηκε ν΄ αρχίση να ξεμαθαίνη τη γλώσσα που έως τότε είχε μάθει από τη μάνα του, δια να βάλη στη θέση της και να μεταχειρίζεται άλλη γλώσσα λογιωτατίστικη. Εχρειάσθηκε να εξαλείψη από το πνεύμα του τα φυσικά χυτήρια της γλώσσας του έθνους του, δια να σκαλίση εκεί τεχνητά άλλα, μπερδεμένα και αφύσικα.

            Ημπόρεσε όμως ναν το κατορθώσηּ επειδή αγωνίσθηκε σε τούτο το έργον από την πρώτη μέρα που τον επήγανε εις το στρεβλωτήριον του παιδαγωγού λογιώτατου, έως την ύστερη που έμεινε εις το γυμνάσιον. Οι κόποι του σ΄ εκείνα τα εκστρεβλωτήρια εσταθήκανε μεγάλοι και πολυχρόνιοι, μα τέλος πάντων εκατόρθωσε το σκοπούμενό του, και τώρα μπορεί να γράψη σε γλώσσα γαϊτανόπλεχτη και δυσκολονόητη. Ημπορεί να συγγράψη σε τρόπο που το έθνος ναν τον εννοήση ως έγγιστα, αλλ΄ όχι και να ιδή ευθύς-ευθύς τη διάνοιά τουּ πράγμα που ήθελε τον καταβιβάσει έως εις τους αλογιωτατώτερους χυδαίους.

            Έτσι, από τα υστερόγονα τούτα χυτήρια του πνεύματός του σήμερα βγαίνουνε τα – «προς την δια των της αφροδισίας ηδονής δελεάτων και προαγωγής απογύμνωσην» – «το ένεκα της υπό του πρώην διευθυντού της αστυνομίας κυρίου Βρατσάλη προσβολής του Μαλαβάζη ζήτημα» – τα «δια της κατά των προ της Ποδγορίτσας και Σουντς προσβολής», – τα «επί τη προς την ευρωπαϊκήν ετυμηγορίαν επιδειχθείση υπό της Αγγλίας περιφρονήσει»... κλ. κλ. όσα τέτοια.

            Εννοείται δε ότι δια να καταλάβης τα γαϊτανόπλεχτα τούτα, πρέπει να ξεπλέξης το γαϊτάνι! Έτσι ο λογιώτατος διακρίνεται εις το έθνος δια το προκομμένο στρέβλωμα της εκφράσεως των ιδεών του!...

            Υπόθεσέ τον τώρα τον λογιώτατον σε κυβερνητική κάποια θέση. Υπόθεσέ τον νομάρχην. Του πας μιαν αναφορά δια σπουδαίαν υπόθεσήν σου; Την ξετάζει προσεχτικά, σημειώνοντάς σου τες ανορθογραφίες, και ζητώντας να εύρη την παραγωγήν κάποιων λέξεων οπού δεν τες άκουσε στον τόπο του. Καμωμένη τούτη η εργασία, μόνη ενδιαφέρουσα δι΄ αυτόν, το σπουδαιότερο της υποθέσεώς σου έγινε!...

            Υπόθεσέ τον ποιητή. Αν η συλλαβές, μετρημένες απάνου στα δάχτυλα, ήναι σωστές, η στιχουργία πηαίνει καλά. Αν εις το κείμενον ήναι λέξεις αισχυλικές, και δημοσθενική σύνταξη, η ποίηση είναι λαμπρή. Το όλον... σε πρώτο Οικονόμειον Διαγώνισμα βραβεύεται!...

            Υπόθεσέ τονε κήρυκα σε πλειστηριασμό. Μαθαίνει θροπάρι και το φωνάζει. Οι άνθρωποι τρέχουνε. Ήθελε νομίσεις πως εννοούν τι λέει!... Εννοούν μόνον ότι είναι πλειστηριασμός.

            Εξέτασέ τονε σ΄ όλες του τες φάσες τον λογιώτατον. Κρίνε τόνε στο σύνολό τουּ και θέλει τον εύρεις να ήναι η στασιμότης καμωμένη σώμαּ και η καταδίκη του ελληνικού έθνους.

            Ο νους του λογιώτατου έπαθε στην εχπαίδευσήν του ό,τι έπαθε και το πόδι το κινέζικο στο σιδερένιο παπούτσι.-


Ανδρέα Λασκαράτου : Ιδού ο Άνθρωπος, Εκδόσεις Πάπυρος, σειρά Βίπερ, αριθμός σειράς 87, σελίδες 149-151.


Ο εκλογεύς

του Ανδρέα Λασκαράτου (1811-1901)


            Ο ψηφοφόρος τούτος εκλογεύς, εχτός σπανίων εξαιρέσεων, είναι ον ολοκλήρως ανίδεον των ηθικο-πολιτικο-κοινωνικών συμφερόντων της ανθρωπότητος, του έθνους του, ή του τόπου του. Αλλά και αν τον έκανες ναν τα καταλάβη, έμενε παντελώς αδιάφορος δι΄ αυτά. Αντί τούτων, εχτιμά και γυρεύει το ιδιαίτερον ατομικόν του συμφέρον.

            Εις την ψήφον οπού του έδωσεν ο μεγαλόδωρος νομοθέτης, αυτός έχει ένα πίστωμα. Πίστωμα χωρίς προσδιορισμένον ποσόν· αλλ΄ οπού, στην περίσταση, δια συμβιβασμού, ορίζεται το ποσόν και πληρώνεται, πέντε φράνκα, δέκα φράνκα, περισσότερο ή λιγώτερο.

            — Πώς θα πάη κ΄ εκείνος αύριο στας Αθήνας να λάβη τόσα;...
             
            Πληρώνεται ακόμη το πίστωμά του και με υπόσχεση θέσεωςּ υπάλληλος εις τα δικαστήρια, δασοφύλακας, τελώνης, αρχαιοφύλακας... κλ.

            Πληρώνεται και με υπόσχεση μεσιτείας δια την υπόθεσή του... Είναι τόσος καιρός οπού γυρεύει ναν του παραχωρηθή το δείνα, ή το δείνα άλλοּ και ο υποστηριζόμενός του θα μιλήση με το φίλο του τον υπουργόν, και θαν του κατορθώση ό,τι θέλειּ κλ. κλ. κλ.

            Τέτοια είναι τα δάχτυλα που ρίχνουνε ψήφους μέσα στες κάλπες! Ανοίγουντ΄ έπειτα η κάλπες τούτες, κηρύττονται οι μείναντες βουλευταί, και σημαίνουνε η καμπάνες χαρά μεγάλη!...

            Έτσι ο ψηφοφόρος τούτος εκλογεύς δεν είναι πολίτης γνωμοδοτών δια της ψήφου του εις τα συμφέροντα της κοινωνίαςּ αλλ΄ απλώς μόνον είναι κάτοχος πιστώματος ποσού, και είδους αορίστου συναλλαττομένου κατ΄ αρέσκειαν, με χρήματα, ή με υπόσχεσες.

            Αλλά εμείς οι ανατολίτες αντιγράφουμε τους πολιτικούς θεσμούς από τους Κώδικας των Ευρωπαίων, καθώς αντιγράφουμε και τες μόδες από τα φιγουρίνια τους.-


Ανδρέα Λασκαράτου : Ιδού ο Άνθρωπος, Εκδόσεις Πάπυρος, σειρά Βίπερ, αριθμός σειράς 87, σελίδες 112-113.




Ο καλόγηρος

του Ανδρέα Λασκαράτου (1811-1901)


            Ο μοναστηρισμός είναι μασονισμός. Ο καλόγηρος είναι μασόνος.

            Μέσα στον περίβολο του μοναστηριού του, περιβάλλεται και τούτος τη μασονική καλογηροσύνη του, και γένεται μέλος ένορκον της μοναστηριακής εταιρίας.

            Ενδύνεται καθώς ενδύνονται οι συνεταίροι τουּ θρέφεται καθώς θρέφοντ΄ εκείνοιּ διάγει καθώς διάγουνּ και πιστεύει όσα και όπως τα πιστεύουν και οι λοιποί συγκαλόγηροί του. Όροι όλοι τούτοι, χωρίς τους οποίους δεν ήθελ΄ είναι δεχτός εις την μοναστηριακή λέσχη.

            Ως μασονία, ο μοναστηρισμός έχει και τούτος το μυστικό του. Το μυστικό του καλογήρου είναι να εξασφαλίση δια-βίου τη συντήρησή του, να ζήση εν σχετική ανέσει την όλην ζωήν τουּ και, αν τα χαρτιά λένε αλήθεια, να αξιωθή έπειτα και τον ουράνιον παράδεισον.

            Είναι αληθινόν ότι η ζωή στα μοναστήρια μας είναι βρωμοζωή, ζωή χτηνώδης και αποτρόπαιηּ αλλά και ο καλόγηρός μας είναι σχεδόν πάντοτε κ΄ εκείνος της ύστερης κοινωνικής τάξεως. Ώστε, δια όση βρώμα και φτωχοφαγία μπορή να είναι στο μοναστήρι, ο νεοσύλλεχτος ευρίσκει εκει-μέσα ανάλογον χορτασμόν, και ευλογημένην ξεγνοιασιά και αφροντισία.

            Ευχαριστείται ο καλόγηρός μας εις την ζωοτροφίαν τουּ επειδή, ως ο ίδιος ομολογεί, έχει πάντοτε ποικιλίαν φαγητών. Ποτέ δύο μέρες αράδα τα ίδια πράμματα. Αν εψές έφαε σκόρδο, σήμερα τρώει κρεμμύδι, αύριο πράσα, την άλλη αλιάδα, και την Κυριακή όσπριο.

            Όσοι από τούτους γραμματισμένοι, και ξέρουν να καππακίζουνε, διαβάζουνε τα συναξάρια, εις τα οποία καταγοητεύονται. Δι΄ αυτούς, το άκρον άωτον των ανθρωπίνων ατενισμών ήθελ΄ είναι να έχη κανείς μια μέρα ένα συναξάρι με θαύματα δικά του, και με τίτλον «΄Αγιος».

            Συμβαίνει δε κάποτε που κάποιος από τους δυστυχείς τούτους, κυριεύεται τόσον από την ιδέα της αγιωσύνης, οπού αθετεί την πραγματικήν του ύπαρξην, βγαίνει από τα σωστά του, και γίνεται παίγνιον της ιδέας του. Θέλει ν΄ αγιάση, και το θέλει με απόφαση.

            Είναι τότε που ο πονηρός εχθρός των ανθρώπων, ο δοξομανής εκείνος αντίθεος, ο επισκεφτόμενος τας μονάς ως ο οικοκύρης τον ορνιθώνα του, εμπήκε ήδη στο κελί, και φυσάει στα μυαλά του καλόγηρου... Και είναι τότε που υπό το βάρος της θρησκευτικής του φιλοδοξίας, το μπαίγνιο τούτο του πειρασμού γομπιάζει, καχεχτεί, σοβαρούται, και δίνει στον εαυτόν του αέρα ταπεινής μεγάλης ιδέας!...

            Οι απόγονοι μια μέρα θαν τον προσκυνήσουνε, προσφέροντες εις το λείψανόν του θυμιάματα, και πανηγυρίζοντες το όνομά του!...

            Ήδη βλέπει με την αρρωστημένη φαντασία του τες γυναικούλες του μέλλοντος να τρέχουνε στην καθέδρα του, ποια με κερί λαμπάδα, ποια με λάδι για το καντήλι του, ποια με λιβάνι, και ποια με άλλα.

            Άλλες πάλε να έρχωνται ξυπόλητες οχ τη χώρα, τάμμα κ΄ εκείνο για το παιδί τους... Οι παπάδες ν΄ ανοίγουν την ασημένια κάσα του, και επί πληρωμή ναν τόνε δείχνουνε σε προσκυνητάδες και προσκυνήτριες!...

            Κοντσά δουλειά ν΄ αγιάση κανείς, και ν΄ αξιωθή τιμές τέτοιες!

            Άμποτε τα κλείθρα τούτα της πονηρίας, της βλακείας, της αποχτηνώσεως, να μη φθάσουν τον σιμωτινόν εικοστόν αιώνα. Οι άνθρωποι τότε τα φιλοτιμώνται αλλέως. Και η γυναικούλες, νοημονέστερες απ΄ ό, τι είναι σήμερα, να μεταχειρίζωνται καλήτερα τον καιρό τους, τα χρήματά τους, και την αθρωπιά τους.-
             

Ανδρέα Λασκαράτου : Ιδού ο Άνθρωπος, Εκδόσεις Πάπυρος, σειρά Βίπερ, αριθμός σειράς 87, σελίδες 44-45.





Ο υποψήφιος βουλευτής

του Ανδρέα Λασκαράτου (1811-1901)


            Ο υποψήφιος τούτος πολύν καιρόν πριν της ψηφοφορίας αρχίζει να χαιρετά, τους μεν εγκαρδίως, τους δε βαθυσεβάστως, όλους όσους έχουνε ψήφο.

            Κάποτε βάνει απάνου κ΄ εφημερίδα, με την οποία κατακρένει αυστηρώς τες πράξες της κυβερνήσεως, ως ασύμφερες δια τον λαόν. Αν ημπορέση και ατομικώς να χτυπήση υπαλλήλους της κυβερνήσεως, θα ήναι μία τύχη δι΄ αυτόν. Αφού εξεσπάθωσε υπέρ του λαού, όσους περισσότερους υπέρ του λαού θανατώση, τόση περισσότερη η αξιοπιστία του.

            Πηαίνει στα χωριά και γλυκομιλεί των χωριάτωνε.

            — Αδερφάκια μου και αϊταράκια μου...!

            Τες ύστερες ημέρες βγάνει και πρόγραμμα.

            Στο πρόγραμμά του υπόσχεται όσα και ο πρωθυπουργός υπόσχεται στον βασιλικόν λόγον· και, εννοείται, με την ίδιαν ιδέαν εχτελέσεως.

            Αν ήναι πλούσιος, ή αν έχη πλούσιους υποστηριχτάς, οι φτωχοί ψηφοφόροι εκείνες τες ημέρες οικονομούνται με 5-10-15 φράνκα ο καθένας δια την ψήφον του. Επειδή ο υποψήφιος αγοράζει, πότε φθηνά, και πότε ακριβά, κατά τους ανθρώπους, και κατά την ώρα.

            Τελειωμένο έτσι και πιτυχημένο το έργον του εις τον τόπον του, φεύγει τότε δια τας Αθήνας. (Ω, Αθήνα μου, βουλευτάδες οπού σου στέλνουμε!...) Στας Αθήνας, ο εις τον τόπο του μεγαλέμπορος εκλογικών ψήφων παρουσιάζεται μεταπράτης, αλλά θησαυρού μεταπράτης, επειδή φέρνει χιλάδες ψήφους συμπυκνωμένες εις μίαν μόνην αλλά πολύτιμην ψήφον, δυναμένην να συντελέση εις την στερέωσην, ή την φτώσην του Υπουργείου.

            Μία τέτοια ψήφος, ένας τέτοιος πολύτιμος αδάμας, δεν αγοράζεται με 5-10-15 φράνκα· αλλά με δημόσιες θέσες του υιού, του αδελφού, του ξαδέλφου· με μετάθεσες μη ευνοουμένων υπαλλήλων, με παύσες, με διορισμούς, με ρουσφέτια άλλα. Και έτσι, τελειωμένη και τούτη η δεύτερη πράξη, τελειώνει μαζύ της και όλο το βουλευτικό στάδιο του βουλευτή μας.

            Οποίο κατόρθωμα δια τον τόπο, και δια το έθνος!-
             

Ανδρέα Λασκαράτου : Ιδού ο Άνθρωπος, Εκδόσεις Πάπυρος, σειρά Βίπερ, αριθμός σειράς 87, σελίδες 111-112.



Διογένης ο Κυνικός




- «Κάποιο παίνευαν τον Πλάτωνα, και ο Διογένης είπε: “Τι σοβαρό έχει ένας άνθρωπος που, ενώ ασχολείται τόσο καιρό με τη φιλοσοφία, δεν έχει δυσαρεστήσει κανέναν;”», (Πλούταρχος, Περί ηθικής αρετής 12, 452 d-e).
- «Μια φορά ο Πλάτων έδωσε τον εξής ορισμό για τον άνθρωπο: “Είναι ζώο δίποδο δίχως φτερά”. Καθώς ο ρισμός αυτός έγινε δεκτός, [ο Διογένης], αφού ξεπουπούλιασε εντελώς έναν πετεινό, τον έβαλε μέσα στη σχολή [του Πλάτωνα] και είπε: “Αυτός είναι ο άνθρωπος του Πλάτωνα”! Λόγω του γεγονότος αυτού, στον ορισμό προστέθηκε το “με πλατιά νύχια”», Διογένης Λαέρτιος, αυτόθι VI 40.
- «Έτσι και ο Κυνικός Διογένης, όταν του είπε κάποιος : “Οι Σινωπείς αποφάσισαν να σε εξορίσουν από τον Πόντο”, απάντησε: “Κι εγώ αποφάσισα για κείνους να μείνουν στον Πόντο σύρριζα στους γκρεμνούς ενός αφιλόξενου περάσματος”, Πλούταρχος, Περί φυγής 7).





Περιμένοντας τους Βαρβάρους

-Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

-Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μιά τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ' οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
-Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;
-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
-Γιατί οι δυό μας ύπατοι κ' οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ' ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλισμένα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπόνουν τους βαρβάρους.
-Γιατί κ' οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαριούντ' ευφράδειες και δημηγορίες.
-Γιατί ν' αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ' η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που έγιναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ' οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ' οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ' τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.


Κωνσταντίνος Π. Καβάφης